Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλεως
Ι. Οι αρχές του ζητήματος
Το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον γύρω από το παραπάνω ζήτημα εντοπίζεται ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο πρώτος χρονολογικά ερευνητής του οποίου οι απόψεις θα σχολιαστούν είναι ο Gustave Glotz. Το βιβλίο του «Η ελληνική πόλις», γραμμένο το 1928, αποτέλεσε μία πρώτη προσπάθεια συνολικής μελέτης τόσο του φαινομένου της πόλεως, όσο και των ιστορικών συνθηκών υπό τις οποίες αυτή εμφανίστηκε. Ο Glotz στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το ζήτημα από μία λιγότερο θεωρητική οπτική γωνία, στηρίχθηκε κυρίως στα ομηρικά έπη, επιχειρώντας να ανιχνεύσει τα στοιχεία που αποτελούσαν την πόλιν, ενώ παράλληλα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή πρωτοεμφανίστηκε στα μυκηναϊκά χρόνια. Όπως όμως έχουν επισημάνει νεότεροι μελετητές τα ομηρικά έπη δεν αποτελούν την πλέον αξιόπιστη πηγή πληροφοριών ιδιαίτερα για την μυκηναϊκή εποχή.

Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄ το 1952, αποκάλυψε μία κοινωνία εντελώς διαφορετικά δομημένη από αυτήν που περιγράφεται στα ομηρικά έπη. Τα στοιχεία που εντόπισε ο Glotz στα ομηρικά έπη και τα συσχέτισε με την πόλιν, όπως η ύπαρξη τειχών για την άμυνα, η προστάτιδα θεότητα, το πρυτανείο, το βουλευτήριο, η αγορά, η εξάρτηση των γειτονικών κωμών από το άστυ , η διαίρεση των πολιτών σε φυλές και φρατρίες και οι διχογνωμίες για τον ιδανικό αριθμό πολιτών κατά πάσα πιθανότητα αναφέρονται στην εποχή των Σκοτεινών Αιώνων (10ος – 9ος π.Χ.).Έτσι, η απροσδόκητα υψηλή χρονολόγηση της εμφάνισης της πόλης από τον Glotz, είναι εν μέρει δικαιολογημένη, καθώς οφείλεται στην άγνοιά του σχετικά με την Γραμμική Β΄.
Μία δεύτερη θεμελιώδης σκέψη του Glotz είναι αυτή της κοινωνικής ανάπτυξης, της προοδευτικής δηλαδή εξέλιξης από τα γένη στις φρατρίες, από τις φρατρίες στις φυλές και από τις φυλές στις πόλεις. Κατά τον συγκεκριμένο ερευνητή, η πόλις ως τελικό στάδιο αυτής της εξέλιξης έδωσε στον δήμο την συνοχή που του έλειπε. Όμως και αυτή η αντίληψη θεωρείται πλέον ξεπερασμένη από τους νεότερους μελετητές. Όπως εύστοχα παρατήρησε η Catherine Morgan, οι περισσότερες από αυτές τις αντιλήψεις βασίζονταν στο αθηναϊκό μοντέλο, για το οποίο υπήρχε η άποψη πως οι φυλές ήταν κατάλοιπο μίας πρωιμότερης μορφής πολιτικής οργάνωσης. Στηριζόμενη στις προόδους της ανθρωπολογίας και της εθνογραφίας, η Μorgan υποστήριξε πως κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, καθώς τα έθνη δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πρόγονοι των πόλεων. Επιπροσθέτως, τόνισε πως οι αθηναϊκές φυλές δεν ήταν κατάλοιπο του παρελθόντος, αλλά μία εφεύρεση του Κλεισθένη, ίσως εν μέρει αρχαϊζουσα.
Ο πρώτος που προσπάθησε να απαγκιστρωθεί από τα ομηρικά έπη και τον Αριστοτέλη χρησιμοποιώντας άλλες πηγές ήταν ο Victor Εhrenberg με το άρθρο του “When did the Polis rise?” που δημοσιεύθηκε το 1937. Ο Εhrenberg ισχυρίστηκε πως το κράτος τύπου πόλεως είχε αρχίσει να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια παρακμής ήδη στην εποχή του Περικλή, επομένως η ακμή του θα έπρεπε να αναζητηθεί αρκετά παλαιότερα.Έτσι, με αφετηρία αυτήν την εποχή και πηγαίνοντας χρονολογικά προς τα πίσω με βάση γραμματειακές και επιγραφικές μαρτυρίες, όπου μαρτυρείται η ύπαρξη της πόλεως ή του δήμου, μελέτησε αρχικά τα έργα του Αισχύλου και του Πινδάρου και συμπέρανε αφενός μεν πως στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου η πόλις συνδέεται με την δίκη, αφετέρου δε ότι ο Πίνδαρος επαινεί το δεσμό της άρχουσας τάξης με την εκπροσώπηση του κράτους. Στη συνέχεια μελέτησε επιγραφικό υλικό, όπως το ψήφισμα της Σαλαμίνας, το ψήφισμα του Χαλανδρίου, την συνθήκη συμμαχίας μεταξύ της Ηλείας και της Ηραίας, μία τιμητική επιγραφή από την Κύζικο και τους νόμους της Χίου, δίνοντας στον αναγνώστη μία εικόνα για την ανάπτυξη της πόλεως ουσιαστικά μέσα από την εξέλιξη των θεσμών.Τέλος, επέστρεψε στις γραμματειακές μαρτυρίες και συγκεκριμένα στον Σόλωνα, στον Ησίοδο και στα ομηρικά έπη, χρησιμοποιώντας τα ως την πρωιμότερη πηγή πληροφοριών, τοποθετώντας την εμφάνιση των πόλεων περίπου στο 800 π.Χ., αποδεχόμενος ωστόσο τις μυκηναϊκές ακροπόλεις με την γύρω επικράτειά τους ως τους προγόνους των πόλεων.Κατά τη γνώμη του γράφοντος, το λάθος του Εhrenberg έγκειται στο ότι δεν έλαβε υπόψιν του τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην κάθε περιοχή. Αντιμετώπισε το φαινόμενο ως ένα ενιαίο, συνδυάζοντας πληροφορίες προερχόμενες από εντελώς διαφορετικές περιοχές που κυμαίνονται από την Πελοπόννησο ως τα μικρασιατικά παράλια. Όπως πρόσφατα απέδειξε ο Nicolas Coldstream, η πόλις θα μπορούσε να έρθει σε ύπαρξη με ποικίλους τρόπους, ανάλογα τις τοπικές συνθήκες.
ΙΙ. Η ενσωμάτωση των αρχαιολογικών πορισμάτων
Το βιβλίο του François de Polignac «Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλης» το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1984 αποτέλεσε σταθμό στο ζήτημα της εμφάνισης της πόλεως. Τόσο η χρήση των αρχαιολογικών ευρημάτων, όσο και ανθρωπολογική προσέγγισή του αποτέλεσαν μία καινούρια οπτική γωνία. Κύρια θέση του Polignac ήταν πως η πόλις αποτέλεσε ουσιαστικά το απότοκο της εδραίωσης μίας λατρευτικής συνοχής.Προκειμένου να στηρίξει αυτή την θέση του μελέτησε τις αλλάγες στον θρησκευτικό τομέα στο τέλος της Γεωμετρικής εποχής και στις αρχές της Αρχαϊκής, δίνοντας παράλληλα ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία των εξωαστικών ιερών, σημειώνοντας πως ο 8ος αιώνας αποτέλεσε την στιγμή εμφάνισης της πόλεως. Στην διαμόρφωση αυτής του της σκέψης επηρεάστηκε πιθανότατα από τον Coldstream, ο οποίος μελέτησε μία από αυτές τις σημαντικότατες αλλαγές, αυτή της εμφάνισης της λατρείας των ηρώων. Το φαινόμενο αυτό που πρωτοεμφανίστηκε ανάμεσα στα τέλη της μυκηναϊκής εποχής και στην αρχή της αρχαϊκής, μπορεί να διαιρεθεί εδαφικά σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι περιοχές στις οποίες κατά τη διάρκεια της γεωμετρικής εποχής και έπειτα συντελέστηκε μία απότομη αλλαγή όσον αφορά τον τρόπο ταφής, μία μετεξέλιξη από τους μεγάλους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους σε μικρές λακκοειδείς ή κιβωτιόσχημες ταφές. Σε αυτές τις περιοχές ιδιαίτερα μετά από την διάδοση των ομηρικών επών, το δεός που θα προξενούσε στους ανθρώπους της αρχαϊκής εποχής η ανακάλυψη ενός τέτοιου μνημείου θα τους οδηγούσε στην ταύτισή του με τον τάφο ενός ομηρικού ήρωα. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι περιοχές στις οποίες υπήρχε μία εθνοτική συνέχεια και λατρεύονταν τοπικοί ήρωες σχεδόν αδιάκοπα. Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν περιοχές στις οποίες δεν υπήρχε εθνοτική συνέχεια, αλλά έπειτα από την διάδοση των ομηρικών επών εμφανίστηκαν λατρείες επωνύμων ηρώων.Οι παραπάνω εξελίξεις ίσως να εξηγούνται εν μέρει σε συνδυασμό με την άποψη του Polignac πως οι άνθρωποι της αρχαϊκής εποχής θέλησαν να συνδεθούν με ένα ένδοξο παρελθόν, αυτό της μυκηναϊκής εποχής, ώστε να εδραιώσουν την εξουσία τους στο παρόν.

Από την άλλη όμως πλευρά, νεότεροι μελετητές έχουν εκφράσει τις ενστάσεις τους σχετικά με την ιδιαίτερη έμφαση που είχε δοθεί από τον Polignac στον ρόλο της θρησκείας στην συγκρότηση των πρώτων πόλεων. Ο J.M.Hall επικρίνοντας τις απόψεις του Polignac αρχικά επισήμανε την ύπαρξη ναών σε αρκετά σημεία πολύ πριν την ίδρυση των πόλεων. Επίσης, πολλά ιερά, όπως για παράδειγμα αυτό στην Μένδη της Χαλκιδικής, έχουν βρεθεί σε περιοχές αρκετά μακριά από αυτές στις οποίες εμφανίστηκαν οι πρώτες πόλεις.Επιπροσθέτως, μία από τις βασικές θέσεις του Polignac ήταν πως οι διάφορες ιερές τοποθεσίες σταδιακά υπήχθησαν στην εκάστοτε κοινότητα και στη θέση τους ανεγέρθηκαν ιερά, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη ισχυρών κέντρων λήψης αποφάσεων, των πόλεων.Αντιθέτως, για τον Hall, αυτή η ανέγερση μνημειακών ναών θα μπορούσε κάλλιστα να οφείλεται στην πρωτοβουλία ενός ισχυρού ατόμου, το οποίο θα είχε στην διάθεσή του πόρους, καθώς και την δυνατότητα κινητοποίησης εργατικού δυναμικού.Κριτική βέβαια ασκείται από τον Hall και στην θεμελιώδη σκέψη του Polignac πως τα εξωαστικά ιερά οριοθετούσαν την επικράτεια της εκάστοτε πόλεως. Με μία σειρά παραδειγμάτων επιχείρησε να αναιρέσει αυτήν την παρατήρηση, αναγνωρίζοντας βέβαια πως οι τελετουργίες εξυπηρετούσαν την συγκρότηση των λατρευτικών κοινοτήτων, οι οποίες όμως δεν ταυτίζονταν πάντα με τις πολιτικές.

Το βιβλίο του Polignac, αν και μονοδιάστατο όσον αφορά την προσέγγισή του, αποτέλεσε την απαρχή της ενσωμάτωσης αρχαιολογικών δεδομένων στο ζήτημα της εμφάνισης της αρχαίας ελληνικής πόλεως. Ο Coldstream μελετώντας την περίπτωση της Ερέτριας τόνισε πως κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., οι νεκροί άρχισαν να θάβονται εκτός του οικισμού. Το φαινόμενο αυτό, το οποίο είχε παρατηρηθεί και νωρίτερα στις Πιθυκούσες, οδήγησε τον Coldstream στο συμπέρασμα πως αυτή η συλλογική απόφαση ενδεχομένως αποτέλεσε ένα βήμα προς τον σχηματισμό των πρώτων πόλεων.Ένα δεύτερο αρχαιολογικό στοιχείο ήταν η μορφή των οικιών. Ο Coldstream επισήμανε πως τα σπίτια στην Ερέτρια κατά την διάρκεια της Γεωμετρικής εποχής είχαν αψιδωτό-καμπυλόγραμμο σχέδιο, ενώ κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. αντικαταστάθηκαν από ευθύγραμμες οικίες. Αυτή η αλλαγή ενδεχομένως να συσχετίσθηκε με μία αύξηση του πληθυσμού και με μία πρόοδο από πιο απομακρυσμένες και μικρές κοινότητες προς την σύμπτυξη και την δημιουργία μίας ενιαίας πόλεως.Ωστόσο, ακόμα και αν αυτή η παρατήρηση ισχύει στην περίπτωση της Ερέτριας, είναι γνωστό πως ευθύγραμμες μεν, πολύχωρες δε, οικίες έχουν βρεθεί σε άλλα σημεία του ελληνικού κόσμου, όπως για παράδειγμα στη Βρούλια της Ρόδου κατά τον 7ο αιώνα. Επίσης κατοικίες με προαύλιο, οι οποίες ακόμα και αν ήταν εφαπτόμενες, καταλάμβαναν περισσότερο χώρο από τις αψιδωτές-καμπυλόγραμμες υπήρχαν ήδη κατά τον 8ο αιώνα στη Ζαγορά. Επομένως γίνεται φανερό πως η αλλαγή στην δομή των οικιών δεν προϋποθέτει αναγκαστικά μία πληθυσμιακή αύξηση.Τελευταίο στοιχείο όσον αφορά την ενσωμάτωση των αρχαιολογικών πορισμάτων στην ιστορική έρευνα σε σχέση με το θέμα που αποτελεί τι αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας είναι η σχεδόν πλήρης απουσία διοικητικών κτηρίων που παρατηρείται πριν από τον 6ο αιώνα.
ΙΙΙ. Αποικισμός και πόλεις
Μία άλλη πτυχή του ζητήματος της εμφάνισης της πόλεως είναι η γεωγραφική περιοχή στην οποία αυτή πρωτοεμφανίστηκε. Όπως και στις προηγούμενες ενότητες έτσι και εδώ εντοπίζονται διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις που κυμαίνονται από τον κυρίως ελλαδικό χώρο και τα μικρασιατικά παράλια, ως τις πρώτες αποικίες της Δύσης. Οι παλαιότεροι ερευνητές θεωρούσαν ότι οι πόλεις εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στα μικρασιατικά παράλια, διότι εξαιτίας της διαφορετικής καταγωγής των αποίκων, αλλά και των διαφορετικών οικονομικών συνθηκών, οι Έλληνες μπόρεσαν ευκολότερα να απαλλαγούν από απαρχαιωμένες αντιλήψεις.Λιγότερο απόλυτη και περισσότερο επιφυλακτική στάση τήρησε o Ehrenberg, ο οποίος αν και παραδέχτηκε πως γενικότερα αυτή η τάση του πιο προοδευτικού ελληνισμού της ανατολής σε σχέση με αυτόν των δυτικών περιοχών έπαιξε ρόλο στην ανάπτυξη της πόλεως, επισήμανε ότι δεν πρέπει να αποδίδεται ο όρος πόλις ανεπιφύλακτα σε όλους τους οικισμούς της Μικράς Ασίας, απλά και μόνο επειδή βρίσκονταν περιτρυγυρισμένες από μη ελληνικούς πληθυσμούς.Αντιθέτως ο Polignac μετέφερε το κέντρο βάρους στην μητροπολιτική Ελλάδα, ανιχνεύοντας εκεί τα πρώτα σημάδια εμφάνισης της πόλεως. Παρόλο που αναγνώρισε ότι η πρωτοβουλία για την αποικιακή αποστολή πιθανότατα προερχόταν μόνο από ένα άτομο ή από μια μικρή ομάδα ατόμων, θεώρησε πως η αναχώρηση των ιδρυτών προϋπόθετε μια συλλογική τελετουργία κατά τη διάρκεια της οποίας αποδίδονταν στον οικιστή τα σύμβολα και τα αντικείμενα λατρείας. Έτσι για τον συγκεκριμένο μελετητή, οι αποικιακές αποστολές υπήρξαν στην πραγματικότητα οι πρώτες πολιτικές αποφάσεις των πόλεων. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως ο Polignac εφάρμοσε την θεωρία του σχετικά με την λειτουργία των εξωαστικών ιερών ως ορίων και στις αποικίες.Ενδεχομένως αυτό να ίσχυε στις δυτικές αποκίες, τις οποίες εξετάσε στο βιβλίο του, όμως το λάθος του έγκειται στην μεταφορά αυτού του μοντέλου στον κυρίως ελλαδικό χώρο παραβλέποντας τις διαφορετικές πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές ακόμη και γεωγραφικές συνθήκες.
Τέλος, ο Coldstream μελετώντας τις περιπτώσεις των αποικίων της Δύσης συμπέρανε πως αυτές εξελίχθηκαν γρηγορότερα σε πόλεις από τους υπόλοιπους ελληνικούς οικισμούς. Όσον αφορά τις Συρακούσες επισήμανε πως η παρουσία ενός κοινού εξωτερικού εχθρού, η ύπαρξη ενός εξωαστικού νεκροταφείου, η ανέρευση ενός βωμού προς τιμήν της Αθηνάς, καθώς και η συνακόλουθη δημιουργία οικιών γύρω από αυτόν αποτέλεσαν τεκμήρια της εξαρχούς ίδρυσης των Συρακουσών ως μίας ενιαίας πόλεως. Το ίδιο περίπου συνέβη και στην περίπτωση της Νάξου, όπου η ύπαρξη ενός νεκροταφείου στα βόρεια του οικισμού, καθώς και συνύπαρξη Χαλκιδαίων και Ναξίων στον ίδιο και όχι σε διαφορετικούς οικισμούς και δίνουν την αίσθηση της κοινής πόλεως. Η ίδια άποψη ισχύει και για την πρωιμότερη αποικία της Δύσης, τις Πιθυκούσες. Ο συγκεκριμένος οικισμός παρουσιάζεται από τον Coldstream οργανωμένος ευθύς εξαρχής ως πόλις , λόγω και πάλι της ύπαρξης ενός κοινού νεκροταφείου έξω από τον οικισμό, αλλά και της τοποθέτησης όλων των εργαστηρίων των σιδηρουργών μακριά από τον οικισμό, ώστε να απομακρύνονται από τον άνεμο οι επιβλαβείς αναθυμιάσεις των χυτηρίων. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες σηματοδοτούν για τον Coldstream την λήψη συλλογικών αποφάσεων, ενώ δικαιολογούν την άποψη του για την εμφάνιση των πόλεων πρώτα σε αυτό το μέρος του αρχαίου ελληνικού κόσμου.[32]
IV. Ἔθνος και πόλις
Τελευταία πτυχή του ζητήματος της δημιουργίας της πόλεως αποτελεί η αντιπαραβολή αυτής με το ἔθνος. Αρχικά, ο όρος «ἔθνος» επιδέχεται πολλών και διαφορετικών ερμηνειών, αφού χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει σμήνη πουλιών, μελισσών, εντόμων, τους νεκρούς ανθρώπους, ορισμένους ανθρώπινους πληθυσμούς ή ακόμη και το φύλο των ανθρώπων. Σημαντική είναι επίσης η διάκριση του Hall ανάμεσα σε ενοποιημένα και σε διάσπαρτα ἔθνη. Ως ενοποιημένα ἔθνη χαρακτηρίζονται οι Αιτωλοί, οι Θεσσαλοί και οι Αχαιοί, πληθυσμοί που κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικούσαν σε γειτονικές περιοχές. Αντίθετα, τα διάσπαρτα ἔθνη, όπως οι Ίωνες και οι Δωριείς, κατοικούσαν διασκορπισμένα σε διαφορετικές περιοχές, ανήγαγαν όμως την καταγωγή τους σε μία κοινή πατρίδα.Από την άλλη πλευρά, η πόλις παρουσιάζει μία ουσιώδης διαφορά με το ἔθνος, καθώς αυτή είναι περισσότερο προσδεδεμένη με την έννοια του τόπου. Ως αποδεικτικό τεκμήριο αυτής της άποψης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η προέλευση των διαφόρων εθνικών, στα οποία παρατηρείται ότι στους μεν πληθυσμούς πόλεων έχουν παραχθεί από την ονομασία του τόπου, στους δε πληθυσμούς που χαρακτηρίζονταν ως ἔθνη ήταν αυτοί που έδωσαν το όνομά τους στην περιοχή που κατοικούσαν.
Ανακεφαλαιώνοντας, το ζήτημα της εμφάνισης της αρχαίας ελληνικής πόλεως είναι σύνθετο και πολυδιάστατο. Μέσα από την παραπάνω σύντομη βιβλιογραφική επισκόπηση γίνεται φανερό πως η έρευνα μετεξελίχθηκε από μία καθαρά θεωρητική προσέγγιση σε μία περισσότερο πρακτική μέσα από την ενσωμάτωση των τελευταίων αρχαιολογικών ανακαλύψεων. Επίσης, η ιδιαίτερη έμφαση σε μία μόνο πτυχή του φαινομένου, όπως για παράδειγμα στον ρόλο της θρησκείας, δεν φαίνεται να είναι ικανή από μόνη της να εξηγήσει πλήρως την εμφάνιση του φαινομένου. Οι διάφορες απόψεις που παρουσιάζονται γύρω από το αν ο μητροπολιτικός ελλαδικός χώρος ήταν ο τόπος της πρώτης εμφάνισης της πόλεως πιθανότατα θα εξακολουθούν να διχάζουν τους ερευνητές, καθώς η κάθε πλευρά επιλέγει να δώσει έμφαση σε συγκεκριμένα στοιχεία. Τέλος, ἔθνος και πόλις, αποτελούν δύο διαφορετικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες φαίνεται πως εξελίχθηκαν παράλληλα, απλώς η καθεμία από αυτές επικράτησε για διάφορους λόγους σε διαφορετικές περιοχές. Οι λόγοι αυτοί όπως και γενικότερα τα αίτια της γέννησης της πόλεως θα πρέπει να αναζητούνταν λαμβάνοντας πάντα υπόψιν τις εκάστοτε ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες.