Ως κυβέρνηση με την ευρύτερη έννοια ορίζουμε τις τυπικές θεσμικές διαδικασίες μέσω των οποίων σταθεροποιείται η τάξη, λαμβάνονται και εφαρμόζονται αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο. Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει το αντίστοιχο της «διοίκησης» στα προεδρικά συστήματα, δηλαδή την πολιτική κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας.
Ο όρος διακυβέρνηση (governance) είναι ευρύτερος της κυβέρνησης. Αναφέρεται σε κάθε δυνατή μορφή που μπορεί να λάβει ο πολιτικός συντονισμός της κοινωνικής ζωής. Η κυβέρνηση μπορεί να θεωρηθεί συνεπώς μια συγκεκριμένη πτυχή της διακυβέρνησης και είναι δυνατό να φανταστούμε ένα είδος «διακυβέρνησης χωρίς κυβέρνηση».

Οι κύριες μορφές διακυβέρνησης είναι οι αγορές, τα ιεραρχικά συστήματα και τα δίκτυα. Οι αγορές συντονίζουν τη συλλογική δράση μέσω του μηχανισμού των τιμών, που κινητοποιείται από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης. Οι ιεραρχίες, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων είναι οι γραφειοκρατίες, λειτουργούν μέσω εξωστικών εντολών από «πάνω προς τα κάτω». Τα δίκτυα είναι οριζόντιες δομές οργάνωσης που χαρακτηρίζονται από ρευστές και χαμηλής τυποποίησης διαδικασίες μεταξύ ίσων υποκειμένων. Ο όρος διακυβέρνηση χρησιμοποιείται ευρύτατα από τη δεκαετία του ΄80 παρά τη νοηματική του ασάφεια. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά μεταβολών που ξεκίνησαν στην παραπάνω φάση.
Οι μεταβολές αυτές περιλαμβάνουν την εμφάνιση νέων μορφών δημόσιας διοίκησης με το κράτος να περιορίζεται στη διεύθυνση (ορίζει τους σκοπούς και θέτει επιτελικούς στόχους) σε αντίθεση με (δηλαδή την άμεση παροχή υπηρεσιών), τη διάχυση του ορίου μεταξύ κυβερνήσεων και αγοράς με την διεύρυνση των συνεταιρισμών δημοσίου / ιδιωτικού τομέα, και την εμφάνιση συστημάτων πολυεπίπεδης διακυβέρνησης λόγω της παγκοσμιοποίησης και της περιφερειοποίησης. Ωστόσο, ο όρος διακυβέρνηση δεν έχει αποκτήσει ακόμη ένα γενικώς αποδεκτό νόημα, ενώ πολλοί συνδέουν τη χρήση του με την ιδεολογική προτίμηση στο ελάχιστο ή περιορισμένο κράτος.